σουβαντίζω

σουβαντίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σουβαντίζω" в других словарях:

  • σουβαντίζω — βλ. σοβατίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβατίζω — και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Ν επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivadim, αόρ. τού ρ. sivamak] …   Dictionary of Greek

  • σουβατίζω — και σουβαντίζω Ν βλ. σοβατίζω …   Dictionary of Greek

  • σοβατίζω — και σουβαντίζω και σοβαντίζω σοβάτισα, σοβατίστηκα, σοβατισμένος, ρίχνω σοβά στους τοίχους: Πρώτα θα σοβατίσει το σπίτι και μετά θα το βάφει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»