σουβαντίζω
Смотреть что такое "σουβαντίζω" в других словарях:
σουβαντίζω — βλ. σοβατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοβατίζω — και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Ν επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivadim, αόρ. τού ρ. sivamak] … Dictionary of Greek
σουβατίζω — και σουβαντίζω Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σοβατίζω — και σουβαντίζω και σοβαντίζω σοβάτισα, σοβατίστηκα, σοβατισμένος, ρίχνω σοβά στους τοίχους: Πρώτα θα σοβατίσει το σπίτι και μετά θα το βάφει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)